Ο παίκτης ρόλων (όχι με την αθλητική έννοια), αυτός που ασχολείται με παιχνίδια ρόλων (αλλά όχι με τη σεξουαλική έννοια).

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο r.p.g. (role-playing game). Λέγεται και ρολ-πλέιερ, απευθείας απ' τ' αγγλικά.

  1. δεν θα την έλεγα κακή ταινία, αλλά απλά λατρεύω το The Gamers: Dorkness Rising. Μιλάμε ότι αυτή η ταινία είναι το υπερθέαμα του αρπιτζά! Όποιος έχει ασχοληθεί με roleplaying και ειδικά DnD επιβάλλεται να τη δει, θα γελάει μέχρι μεθαύριο! (εδώ)

  2. για να παρακολουθήσεις τις λεπτομέρειες του Σαλβατόρε, πρέπει να 'χεις μια σχετική επαφή με dnd (dungeons and dragons) και με FR (Forgotten Realms ή αλλιώς Faerun). Έχω διαβάσει μέχρι και το Legacy (αγγλικά εννοείται, μια φορά διάβασα μετάφραση και οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από σπαστικό γέλιο μέχρι ανηλεές χτύπημα του κεφαλιού σε σκληρές επιφάνειες), σαν κλασική αρπιτζού. (απ' το ές-εφ-έφ τζι άρ)

  3. Αρκετές οι προσφορές και αυτή την εβδομάδα, ωστόσο ξεχωρίζουν «από χιλιόμετρα» το πακετάκι του Steam με τα τέσσερα Gothic αλλά και η προσθήκη του The Temple of Elemental Evil στο GOG.com που για τέταρτη σερί εβδομάδα ψηφίζει RPG. Ε, μετά κι απ’ αυτό, οι «αρπιτζάδες» μεταξύ μας θα πρέπει να ‘χετε μείνει ταπί… (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιουμπίδι ή νιουμπίδιον: ο τύπος ο οποίος είναι πρωτάρης στα PCέα και δεν νικάει ούτε με σφαίρες. Συνώνυμο του νουμπάς.

Πω, ρε μαλάκα, αυτός έχει φάει 100 defeat. Είναι τέρμα νουμπίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος μεταξύ gamers που περιγράφει τη συντονισμένη και γρήγορη επίθεση που σκοπό έχει να κατατροπώσει τον αντίπαλο προτού προλάβει να φτιάξει καν βασικές μονάδες. Προέρχεται από το αγγλικό rush.

Το ρήμα είναι ρασάρω, δηλαδή κάνω ρασάκι.

Δεν είχα ελπίδα. Άργησα για λίγο, με πήρε η γυναίκα στο τηλέφωνο και δεν έπαιζα συγκεντρωμένος... Μου έκανε ρασάκι και τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified