SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: ηχομιμητικά
  • τρυφερότητα

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • φιλί
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

μουτς

Το φιλάκι σε μία πιο ναζιάρικη έκδοση.

-Δώσε μου ένα!
-Ok, μουτς!

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: ηχομιμητικά
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • τρυφερότητα
  • φιλί

Published 2009-06-24 12:39:52+00:00
Last modified 2015-06-12 08:55:59+00:00

lila

lila

  • 4
  • 8
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.