Αρχίδι καλαβρέζικο: Το αρχίδι που είναι κάποιας καταγωγής.
-Κατάφερες τίποτα;
-Αρχίδια καλαβρέζικα έκανα.
Αρχίδι καλαβρέζικο: Το αρχίδι που είναι κάποιας καταγωγής.
-Κατάφερες τίποτα;
-Αρχίδια καλαβρέζικα έκανα.
Got a better definition? Add it!
Ο παλιός είναι αυτός που είναι σε όλα τα πράγματα παλιός. Ξέρει από σεξ, ξέρει από βιβλία, ξέρει πού βγαίνει. Γοητεύει επίσης πολλές κοπέλες.
- Βγήκα σήμερα με τον παλιό.
- Μπράβο, να μαθαίνεις κιόλας.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που δεν ξέρει τι του γίνεται και ρίχνει γκόμενες στην φαντασία του μόνο. Είναι και ο χαζός. Αυτός που δε σκέφτεται και σαπίζει όλη μέρα μπροστά από π.χ. μία οθόνη.
-Γιατί χωρίσατε;
-Γιατί ήταν μαλακοπίτουρας.
Got a better definition? Add it!
Το φιλάκι σε μία πιο ναζιάρικη έκδοση.
-Δώσε μου ένα!
-Ok, μουτς!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!