Σιδηροδρομικός όρος για τις ελαφρού τύπου (αυτοκινούμενες) αυτοκινητάμαξες. Από το αγγλικό railbus. Στην Ελλάδα ο όρος εισηχθεί μάλλον πρόσφατα, παλαιότερα χρησιμοποιούνταν η γαλλικής προέλευσης λέξη οτομοτρίς. Συχνά είναι ηλεκτρικά ή ντίζελ. Στην Ελλάδα ως ρέιλμπας χαρακτηρίζεται κυρίως το υπόθετο γνωστο και ως Stadler 560 και Stadler 4501(μετρικό). Τα ρέιλμπας είναι σε χρήση σε σύντομα δρομολόγια όπως τα προαστιακά, τα μητροπολιτικά και τα τοπικά.

-Πήραμε το ρέιλμπας και πήγαμε από την Ολυμπία στο Κατάκωλο, καλά ήτανε, αλλά καλύτερη φάση θα ήτανε αν έβαζαν και καμιά ατμομηχανή με βαγόνια εποχής για το καλοκαίρι.
Ρέιλμπας Stadler 4501 του ΟΣΕ σε δρομολόγιο Ολυμπία-Κατάκωλο Ρέιλμπας Dodge στη Ν.Αμερική, στη προηγούμενη ζωή του ήταν... μπας(schoolbus)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified