Κυματοδρομώ ή πλοηγούμαι στο διαδίκτυο, χωρίς απαραιτήτως να ψάχνω για κάτι το συγκεκριμένο.

Εκ του αγγλικού surfing, αβέβαιης ετυμολογίας.

  1. - Σερφάρω στο internet με ασφάλεια! Κάνεις surfing στην θάλασσα χωρίς να ξέρεις τους κανόνες ή χωρίς να ξέρεις κολύμπι; Το ίδιο ισχύει και για το internet. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις να σερφάρεις χωρίς να ξέρεις τους κανόνες!
    (από εδώ)

  2. - Mπορώ να σερφάρω μεσω τις τοστιέρας μου στο Internet;
    (από εδώ)

Ώρα για σερφ! (από Vrastaman, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published