Γόογλε ή γούγλε: το google.

Ρήμα: γουγλάρω/-εις/-ει/-ουμε/-ετε/-ουν.

  1. Πάτησα γόογλε διότι νόμιζα πως ήταν στα αγγλικά και με έβγαλε στο google!!!

  2. Γούγλαρέ το. (ψάχτο στο γούγλε... erm... hi hi hi, google!!!)

Google Search (από panos1962, 05/11/09)

Δες επίσης γκουγκλάρω, γούγλε γούγλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified