Από τα Μικυμάου για το δάκρυ, κλάψιμο.
Συνώνυμο: κλαψ.
Μεγεθυντικό: λυγμ.
Πρβλ. σλουρπ!, μούμπλε μούμπλε, γκλουπ, σμπαρακουάκ.
Σλανγκικώς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το σνιφάρισμα κοκαΐνης και τις μυτιές.
Πέρι: Ο Πιερ έφυγε για το Αμπιτζάν και με άφησε μόνο! Σνιφ! Κλαψ! Λυγμ!