Από τα Μικυμάου για το δάκρυ, κλάψιμο. Συνώνυμο: κλαψ.
Μεγεθυντικό: λυγμ.
Πρβλ. σλουρπ!, μούμπλε μούμπλε, γκλουπ, σμπαρακουάκ.

Σλανγκικώς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το σνιφάρισμα κοκαΐνης και τις μυτιές.

Πέρι: Ο Πιερ έφυγε για το Αμπιτζάν και με άφησε μόνο! Σνιφ! Κλαψ! Λυγμ!

(από Cunning Linguist, 17/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified