Ο βαρετός. Αυτός που είναι μονίμως σαν κοιμισμένος, που φέρνει νύστα στους άλλους μόνο και μόνο με την παρουσία του, για να μην πούμε για τον τόνο της φωνής του. Μιλάει μες τα δόντια του, είναι ανέκφραστος, υπναλέος, βαριεστημένος, υπερκούλ, νωθρός.

Θηλυκό, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό προσώπου, δεν υπάρχει, μάλλον γιατί οι γυναίκες είναι μονίμως τσίτα (βλ. ορισμό 2) και το φαινόμενο σπανίζει.

Το ουδέτερο («κοιμίσικο») χρησιμοποιείται για κάποιο έργο, μουσικό κομμάτι, κλπ.

Όμως λέμε και «κοιμίσικος». Λέμε, τέλος, «κοιμίσικη» για καμιά ταινία ή παρέα.

Από το κοιμάμαι.

συνώνυμο: ύπνος, ορισμός 2.

Ρε μαλάκα, μην ξαναφέρεις στην παρέα αυτόν τον κοιμίση, όποτε έρχεται αυτός το διαλάμε πριν από τα μεσάνυχτα, δε λέει!

Το τραγούδι του Κοιμίση (από Galadriel, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified