Υπερθετικός του τζιτζί, το οποίο προέρχεται από το τουρκικό cici = όμορφο, χαριτωμένο. Για κάτι που είναι τρε κομιλφό!
Μας κλείναν το μάτι κάτι γκομενάκια τζιτζιμπρίτζι!
Υπερθετικός του τζιτζί, το οποίο προέρχεται από το τουρκικό cici = όμορφο, χαριτωμένο. Για κάτι που είναι τρε κομιλφό!
Μας κλείναν το μάτι κάτι γκομενάκια τζιτζιμπρίτζι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified