Η μικρή τρίχα. Χρησιμοποιείται βασικά εμπρόθετο στην τσίλια και σημαίνει παρατρίχα ή στην τρίχα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Αντώνυμο: γουρουνότριχα

Από το ιταλικό ciglia (τσίλjα=βλέφαρο)

  1. Πέρασε στην τσίλια: Μεταξύ εκείνου που πέρασε και του εμποδίου άντε να χωράει μιά τριχούλα.

  2. Τη γλύταρε στην τσίλια: παρατρίχα τη γλύτωσε.

Δες και τσίλικος αλλά και τσίλιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified