Η μικρή τρίχα. Χρησιμοποιείται βασικά εμπρόθετο στην τσίλια και σημαίνει παρατρίχα ή στην τρίχα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Αντώνυμο: γουρουνότριχα
Από το ιταλικό ciglia (τσίλjα=βλέφαρο)
Πέρασε στην τσίλια: Μεταξύ εκείνου που πέρασε και του εμποδίου άντε να χωράει μιά τριχούλα.
Τη γλύταρε στην τσίλια: παρατρίχα τη γλύτωσε.