Από το στερητικό «α-», και τα «φράγκα», όπως λέγονταν παλιά τα λεφτά, μπικικίνια κτλ. Σημαίνει το να μην έχει κανείς καθόλου χρήματα, να είναι πανί με πανί, στον άσσο, απένταρος, να μην έχει δεκάρα τσακιστή. Συνηθίζεται στην εποχή της οικονομικής στύσης. Σημειωτέον ότι οι λέξεις που εκφράζουν αυτήν την κατάσταση είναι με πολύ παρωχημένα νομίσματα, λ.χ. απένταρος, άφραγκος. Δεν θα έπρεπε να σλανγκιστεί το «άνευρος»; Λέμε τώρα...

Από Δ.Π. του Vrastaman.

Έχω μεγάλες αφραγκιές! Έμεινα στον άσο! Ούτε στο Flocafe δεν μπορώ να πάω για ένα καπουτσίνο! Πάλι καλά που έχω σέικερ και στο σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified