Το προσωρινό αιμάτωμα που προκαλείται στο δέρμα από ρουφηχτό φιλί σε συνδυασμό πιθανώς με δάγκωμα –αποτέλεσμα συνεπώς κυριολεκτικής ρουφοδάγκας–, κατά τη διάρκεια ερωτικής περίπτυξης.

Σε εμφανή μέρη (λαιμός, χέρια) για τις εφηβικές ηλικίες και σε πιο απόκρυφα για τις μετεφηβικές, πρόκειται τόσο για παραδοσιακό τρόπο μαρκαρίσματος του άλλου μισού όσο και για υποδειγματική αφορμή παρεΐστικου κουτσομπολιού και καζούρας.

Λέγεται και ρούφηγμα.

ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Χφ! Ο τέτοιος είναι πάλι; Ο γκόμενός σου;
ΕΥΑ: Μισό να απαντήσω...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Του έχεις πεί οτι είσαι εδώ;
ΕΥΑ: Σου εξήγησα, δέν έχουμε μυστικά μεταξύ μας. Αλλα εφόσον δέν αλλάζουν τα συναισθήματά μου προς αυτόν έχω την άδειά του να...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Τέλος πάντων. Σόρι αλλα δέν μπορώ να τ' ακούω.
ΕΥΑ: Μωράκι; Είσαι οκέι;
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Απόψε είσαι όλη δικιά μου. Μόνο αυτό με νοιάζει...

[σ.ς.: Μετά 'πο αρκετή ώρα...]

ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Έλα εδώ, καυτή γκομενίτσα...
ΕΥΑ: Άχ... Εμ... Μόνο... Μή μου αφήσεις πιπιλιά, έ;

(Η. Κυριαζής, «Manifesto Δύο»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified