Σλανγκιά: αποτελεί ίσως τον πιο ετεροσυνθετικό Ελληνικό σλανγκισμό για έννοιες όπως αργκό, σλανγκ, καλλιαρντά, μάγκικα, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας, κοκ.

Η καλή σλανγκιά διεγείρει την αισθητική και την νοημοσύνη του ακροατή ωσάν κρουστή σφεντονιά.

Εκ του slang < αρχαίου Νορβηγικού slyngva («εκσφενδονίζω»). Άγνωστο εάν μοιράζεται γλωσσολογικό DNA με την ημέτερη σφενδόνη.

Ασσίστ: Ρεγκίνα η καλή

- O Σλάνγκος κάνει την σλανγκιά και όχι η σλανγκιά τον σλάνγκο (Αυτοκτονημένος)

- Δεν βγάζει παρέλαση: Αγαπημένη σλανγκιά αθλητικογράφων
(Ζανουάρ)

Τα φλοράδικα, δια χειρός Ηλία Πετρόπουλου (από σφυρίζων, 04/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified