Σλανγκιά: αποτελεί ίσως τον πιο ετεροσυνθετικό Ελληνικό σλανγκισμό για έννοιες όπως αργκό, σλανγκ, καλλιαρντά, μάγκικα, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας, κοκ.
Η καλή σλανγκιά διεγείρει την αισθητική και την νοημοσύνη του ακροατή ωσάν κρουστή σφεντονιά.
Εκ του slang < αρχαίου Νορβηγικού slyngva («εκσφενδονίζω»). Άγνωστο εάν μοιράζεται γλωσσολογικό DNA με την ημέτερη σφενδόνη.
- O Σλάνγκος κάνει την σλανγκιά και όχι η σλανγκιά τον σλάνγκο (Αυτοκτονημένος)
- Δεν βγάζει παρέλαση: Αγαπημένη σλανγκιά αθλητικογράφων
(Ζανουάρ)