Παγιωμένος όρος της ιδιολέκτου των μουσικών που παίζουν κάποιο όργανο. Δηλώνει την βασική περιποίηση και συντήρηση του οργάνου που πρέπει να γίνεται μετά από κάθε παράσταση ή και περιοδικά.

Για παράδειγμα, το μπάνιο-ξύρισμα μιας κιθάρας περιλαμβάνει γενικό καθάρισμα από σκόνες, στάχτες τσιγάρων, λουλούδια και άμμο που χώθηκαν στο ηχείο της (ανάλογα με το που θα κληθεί ο φουκαράς καλλιτέχνης να βγάλει το νυχτοκάματο του τρόμου), γυάλισμα των τάστων και προσεκτικό πέρασμα με ειδικά λάδια. Η αφοσίωση του μουσικού την ώρα της διαδικασίας έχει κάτι το ερωτικό για όποιον είχε την τύχη να την παρακολουθήσει. Η τυχόν αλλαγή ταλαιπωρημένων χορδών μάλλον δεν εντάσσεται στην αναλυόμενη έκφραση.

Διακρίνεται από το σέρβις του οργάνου το οποίο γίνεται μετά από πολλά μουσικά «χιλιόμετρα» προς αποκατάσταση του σχήματος του σκαριού και των υλικών.

- Πόση ώρα σου παίρνει αυτή η συντήρηση;
- Καμιά ωρίτσα αν δεν βιάζομαι - δεν κρατάς τον καφέ λίγο πιο μακριά από την Lakewood;
- Εεε, οκ, μην αγχώνεσαι. Έτσι που το περνάς λάδι μου θυμίζεις τη συντήρηση του G3 στο στρατό...
- Μου φάνηκε ή συνέκρινες το μπάνιο-ξύρισμα της κιθάρας που μας κάνει να ταξιδεύουμε με τη συντήρηση μιας μηχανής θανάτου;
- Μου φάνηκε ή με είπες αναίσθητο στρατόκαυλο;

Got a better definition? Add it!

Published