Κυριολεκτικά, ικανοποιώ την επιθυμία μου για τσιγάρο (ή και άλλες ουσίες), μετά από στέρηση. Από την τούρκικη λέξη χαρμάνι (harman), που σημαίνει «μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού».

Η αίσθηση ικανοποίησης και χαλάρωσης του στερημένου χαρμανιασμένου έπειτα από ένα τσιγάρο οδήγησε στη μεταφορική χρήση του ρήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ξέσπασμα και την ανακούφιση κάποιου έπειτα από μακροχρόνια στέρηση ενός οποιουδήποτε πράγματος.

Μεταφορικά, είναι συνώνυμο των: έρχομαι στα ίσα μου, ξεθυμαίνω, ηρεμώ, ξεσπάω.

  1. Είχα την ανάγκη να ξεχαρμανιάζω και να γράφω την αποψή μου, μιας και κανείς εκδότης-καναλάρχης-νταβατζής των ΜΜΕ, δεν μπορεί ν' αντέξει την ελευθερία της άποψης. (από νετ)

  2. Άσε, είχα τρεις μήνες να πηδήξω. Ευτυχώς που ήρθε το Μαράκι και ξεχαρμάνιασα λιγάκι.

  3. Τρελό πήξιμο στη δουλειά. Ευτυχώς που θα φύγω ένα τριήμερο να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.

Αντώνυμο: Τώρα κλαίνε όλα τα αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια! (από Hank, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified