Από το μπλεντ ιν (blend in) στα Αγγλέζικα, που σημαίνει αφομοίωση μέσα σε ένα σύνολο πραγμάτων, ανθρώπων, εξαφάνιση μέσα σε ένα περιβάλλον λόγω προσαρμογής.

Τόσο μπλενταρισμένος, που δεν τον ξεχωρίζεις από τους άλλους (για ανθρώπους), ή δεν ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα (περί αντικειμένου).

Ενώ όταν ήρθε ήταν διαφορετικό με ορατή διαφορά, αλλά μπλενταρίστηκε με το περιβάλλον του, εξ ου και το μπλέντερ που τοποθετούμε διάφορα υλικά και με τις λεπίδες του τα κάνει όλα ένα.

Απαιτητό από μαυρογιάννη.

1 Oι μετανάστες που καταφέρνουν να μπλενταριστούν με τους γκάγκαρους Αθηναίους, περνούν καλύτερα από τους γκετοποιημένους.

2 Ο χαμαιλέων μπλεντάρεται άνετα με το περιβάλλον του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified