Το σβήσιμο είναι το μαγαζί που δέχεται τις ορδές των κουρασμένων πάρτυ άνιμαλς αλλά και των υπόλοιπων εξοδούχων μόλις τελειώσει η «κυρίως» διασκέδαση. Πέρα από το κλισέ, μπανάλ, συνηθισμένο, σουπάτο πατσατζίδικο του κυρ-Τάδε ή το σουβλατζίδικο-σαντουιτσάδικο του κυρ-Δείνα υπάρχουν κι άλλα μέρη για να δοκιμάσετε να ανοίξετε τους ορίζοντές σας.

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Το σβήσιμο ακούγεται έτσι όπως γράφεται (έεεελα) αλλά μπορεί να πάρει και ρηματική μορφή και κάποιος να πει ότι σβήσαμε κάπου ή ότι για σβήσιμο πήγαμε κάπου άλλου ή και στο ίδιο κάπου.

- Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί ρε, πού ήσουν χτες;
- Άσε, ξεκίνησα από κλαμπάκι, μετά σε ένα ναμαγαπάδικο και για σβήσιμο Διπλοπενιές λάιβ.
- Καλά ήταν;
- Κόλαση! Σπάσαμε πιάτα, είδαμε λαμέ, χορτάσαμε και κρέας, όλες ήταν με τα μπούτια και τα βυζιά απ' έξω. Άσε, όλη νύχτα τραγουδούσα: «Όταν φύγω θα σου λείψω, θα σου λείψω
θα σου λείψωλείψωλείψωλείψωλείψω!»

τι καλύτερο από το να σβύνεις σε ένα πιάτο πατσά... (από BuBis, 13/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified