«Τύπου», προφέρεται «ταυ». Σημαίνει ότι η αμέσως επόμενη λέξη δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά κάτι άλλο με εξωτερικές μόνο ομοιότητες, π.χ. τ. ξανθιά (στην πραγματικότητα καραφλή με περούκα), τ. μουσική (στην πραγματικότητα Έφη Θώδη), τ. φρέσκο (στην πραγματικότητα και κατεψυγμένο και μπαγιάτικο).
Προέρχεται από κάτι λαμογιές σε μενού εστιατορίων και πιτσαριών, όπου λένε π.χ. τυρί τ. φέτα, εννοώντας λευκό τυρί Δανίας, με την ελπίδα ότι εσύ δε θα παρατηρήσεις το «τ.» αλλά κι εκείνοι θα είναι νομότυποι.
Σιγά μην ξηλωθώ εξήντα το βράδυ για να κλειστώ σ' αυτά τα τ. αιγαιοπελαγίτικα μπάγκαλοους! Αυτά δεν είναι δωμάτια, είναι τουρισταποθήκες!