(Περίεργο που δεν υπήρχε. Ωστόσο μια αρχική διερεύνηση του θέματος γίνεται στο λήμμα δε μασώ.)
Έχει δύο βασικές σημασίες:
α) Τσιμπάω, ψαρώνω, ήτοι «πείθομαι εξαπατηθείς να αποθαρρυνθώ».
β) Δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, ήτοι «δεν πείθομαι, καίτοι εξαπατηθείς, να αποθαρρυνθώ».
Η πρώτη σημασία είναι σήμερα η επικρατέστερη. Λέμε ότι κάποιος «μασάει» όταν εκτιμά ότι οι πιθανές δυσκολίες ενός εγχειρήματος είναι ανυπέρβλητες, και τα παρατάει. Αλλά επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ένα ψέμα που του λένε.
Λέμε ότι κάποιος «δε μασάει» όταν αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες και τα καταφέρνει. Και ακόμη, όταν αντιλαμβάνεται ότι πάνε να τον εξαπατήσουν και δεν πιστεύει.
Με την πρώτη υποέννοια, του κατά πόσο αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες, το «δε μασάω» είναι συνώνυμο του «δεν κωλώνω», δε φοβάμαι, τα καταφέρνω. «Μη μασάς» σημαίνει βάλε τα δυνατά σου, μπορείς (συνηθισμένη έκφραση για να εμψυχώσουμε κάποιον). «Αμάσητος»: αυτός που δε μασάει, σκληρό καρύδι, σκυλί. Επιτατικόν: «δε μασάω τον πούτσο μου».
Με τη δεύτερη, της ευπιστίας, «μασάω» είναι (περιέργως) συνώνυμο του τρώω, καταπίνω, χάφτω. Μάλιστα καταπίνω [κάτι] αμάσητο σημαίνει το πιστεύω αβασάνιστα (όπως το ψάρι καταπίνει το δόλωμα αμάσητο).
Παράλληλα, υπάρχει και η παλιότερη χρήση του όρου, που βρίσκεται σε υποχώρηση. Κατ' αυτήν, «μασάω» σημαίνει δε μασάω. Αν πούμε λ.χ. «κάτι τέτοια τα μασάω (και τα φτύνω)», εννοούμε ότι κάτι τέτοια δε με τρομάζουν, δεν ιδρώνει τ' αφτί μου. Συνώνυμο, επίσης σχετικά απαρχαιωμένο: κάτι τέτοια τα τρώω για πρωινό.
Πώς προκύπτουν τόσο αντιφατικές έννοιες για την ίδια φράση; Προφανώς, στην παλιότερη έννοια (μασάω = αντεπεξέρχομαι) υπονοείται ότι κάτι δεν είναι τόσο σκληρό για τα δόντια μου ώστε να μην μπορώ να το μασήσω. Αντίθετα στην πιο πρόσφατη (μασάω = δεν αντεπεξέρχομαι) κάτι είναι τόσο σκληρό που δεν μπορώ να το καταπιώ αν δεν το μασήσω.
Άλλες σημασίες:
-«Μασάω τα λόγια μου», ή «τα μασάω»: λέω μπερδεμένες και ασαφείς κουβέντες από αμηχανία, επειδή πάω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. «Δε μασάω τα λόγια μου»: λέω τη σκληρή αλήθεια με το όνομά της.
-Όταν το φωτοτυπικό ή ο εκτυπωτής παθαίνουν εμπλοκή χαρτιού, λέμε ότι «μάσησαν» το χαρτί. Παλιότερα και τα κασετόφωνα μασούσαν τις κασέτες, και ακόμη παλιότερα οι γραφομηχανές τη μελανοταινία.
(= φοβάμαι)
- Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
- Στ' αρχίδια μου. Μασάω εγώ ρε;
(=μην πιστεύεις και τρομάζεις)
- Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
- Μη μασάς, άσ' τον να λέει. Μια χαρά είναι οι ειδικές δυνάμεις.
- Πώς πάνε οι ειδικές δυνάμεις; Σου σκίζουν το κορμί; Έχεις λιώσει στο καψώνι;
- Όχι ρε, χαλαρά. Κολέγιο είναι εδώ.
- Γεια σου ρε αμάσητε!
(= μην το πιστεύεις)
- Ρωτήσαμε στο χωριό πού είναι το μονοπάτι για την κορυφή. Αλλά μας είπανε ότι έχει πολύ περπάτημα, δε βγαίνει εύκολα.
- Σιγά ρε, μη μασάς. Εδώ οι γριές οι ντόπιες ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα φορτωμένες με τα ξύλα, και δε θα πάμε εμείς;
- Άλλο οι γριές οι ντόπιες. Αυτές είναι αλλιώς μαθημένες, δε μασάνε τον πούτσο τους.
- Μαλάκα, σε βλέπω να τη χάνεις τη χρονιά. Πάλι λευκή κόλλα έδωσες;
- Τον έψησα να μην τη μετρήσει.
- Τι δικαιολογία του είπες πάλι;
- Ότι πέθανε ο πατέρας μου σε ξαφνικό ατύχημα.
- Το μαλάκα! Και μάσησε ο καθηγητής;
- Ήμουνα πολύ πειστικός. Αμάσητο το κατάπιε.
- Καλά μαλάκα, άμα θα 'ρθει ο πατέρας σου να πάρει τους ελέγχους, εκεί θέλω να σε δω μάγκα.
(Με την παλιά σημασία):
Ο τυπάκος ήρθε να μου πουλήσει τσαμπουκά, αλλά δεν ήξερε ότι κάτι σαν την πάρτη του τους μασάω και τους φτύνω.
ντεν μασάει... (από BuBis, 18/07/09)