Πέρα του κλασικού ορισμού, η σημασία έχει πρόσφατα μετακινηθεί προς το θετικότερο. Έτσι, βλήμα μπορεί να είναι και κάποιος που είναι μια χαρά νοήμων, αλλά ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός, αλλού.

Ουρανοκατέβατος, όπως το βλήμα. Ή, που έχει πετριά -λες κι έχει φάει κανένα βλήμα στο κεφάλι, αλλά όχι πολύ ισχυρό. Με το ισχυρό θα πήγαινε μάλλον στην έννοια του άλλου ορισμού.

-Τι λέει, πώς ήταν η συγκέντρωση με τους παγάνες;

-Δεν το πιστεύω ότι το έζησα αυτό το πράγμα! Το τι άκουσα, από θεωρίες για Σείριο, για τους Καλάς στο Αφγανιστάν, για Αναστενάρια, για πυραμίδες, πώς διάολο τα μπερδεύουν όλα και συνεννοούνται και μεταξύ τους...

-Αφού σ' το 'χα πει ότι είναι όλοι βλήματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουβαλά ναρκωτικά ή άλλα παράνομα είδη.

-Μαλάκα, μπάτσοι! Κόψε δεξιά όπου βρεις!
-Φορτωμένος είσαι;
-Όχι.
-Στ' αρχίδια μας λοιπόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχεία κακής οδηγικής συμπεριφοράς.

Οι ταρίφες (ταξιτζήδες) θεωρούνται ως η χειρότερη κατηγορία οδηγών: συμπεριφέρονται προκλητικά και, κυρίως, εγωιστικά. Αυτό, σε συνδυασμό με την τάση τους για απατεωνιές (διπλή μίσθωση, στρογγυλοποίηση του κομίστρου προς τα πάνω, τζάμπα βόλτες κλπ.) και την αγένειά τους, τους έχει βγάλει το κακό όνομα.

Ωστόσο έχω να καταθέσω ότι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα το επίπεδο των ταξιτζήδων έχει ανέβει πολύ. Σε γενικές γραμμές είναι πιο ευγενικοί και λιγότερο απατεώνες, άσε που πολλές φορές στρογγυλοποιούν οι ίδιο το κόμιστρο προς τα κάτω. Αν μου το λέγανε πριν μερικά χρόνια θα γέλαγα!

Διερωτώμαι αν θα ήταν δυνατό να αποδοθεί αυτή η βελτίωση στους Ολυμπιακούς. Ακούγεται ηλίθιο, αλλά πρώτον, άρχισα να την παρατηρώ από το 2004 και δεύτερον, δε νομίζω ότι έχει γίνει αντίστοιχη πρόοδος στη Θεσσαλονίκη (από την περιορισμένη εμπειρία μου).

Όπως και να 'χει, κάλλια να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Έτσι, ταριφιές χαρακτηρίζονται οι σφήνες, το πέρασμα του φαναριού με εξαιρετικά βαθύ πορτοκαλί (σανγκουϊνί), οι στάσεις στα καλά καθούμενα μες στη μέση του δρόμου, η παραβίαση προτεραιοτήτων και λεωφορειόδρομων, το να πετάγεσαι κατευθείαν στην κορυφή της ουράς στα αριστερά φανάρια (και μάλιστα λίγο πιο μπροστά από το φανάρι, ώστε τελικά να μη δεις ότι άναψε και να βάλεις όλο τον κόσμο να σε περιμένει), καθώς επίσης και ο αδιάκοπος σχολιασμός των άλλων οδηγών, ιδιαίτερα των γυναικών.

  1. -Καλά, πετώντας ήρθες;
    -Δε βρήκα κίνηση, έκανα και μερικές ταριφιές γιατί βιαζόμουνα.

  2. -Κοίτα το μαλάκα ρε πώς πάει! Δεν είναι γαϊδούρι το αμάξι να πηγαίνει μόνο του! Α, να κι η άλλη η κότα τώρα, της έσβησε, τέτοιο ζώο είναι. Μαλακισμένες, δεν πα' να πλύνετε κάνα πιάτο καλύτερα...
    -Ρε Κωστή, προχώρα να πούμε κι άσ' τις ταριφιές. Μου γάνωσες το κεφάλι με τη γκρίνια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Περίεργο που δεν υπήρχε. Ωστόσο μια αρχική διερεύνηση του θέματος γίνεται στο λήμμα δε μασώ.)

Έχει δύο βασικές σημασίες:
α) Τσιμπάω, ψαρώνω, ήτοι «πείθομαι εξαπατηθείς να αποθαρρυνθώ».
β) Δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, ήτοι «δεν πείθομαι, καίτοι εξαπατηθείς, να αποθαρρυνθώ».

Η πρώτη σημασία είναι σήμερα η επικρατέστερη. Λέμε ότι κάποιος «μασάει» όταν εκτιμά ότι οι πιθανές δυσκολίες ενός εγχειρήματος είναι ανυπέρβλητες, και τα παρατάει. Αλλά επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ένα ψέμα που του λένε.

Λέμε ότι κάποιος «δε μασάει» όταν αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες και τα καταφέρνει. Και ακόμη, όταν αντιλαμβάνεται ότι πάνε να τον εξαπατήσουν και δεν πιστεύει.

Με την πρώτη υποέννοια, του κατά πόσο αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες, το «δε μασάω» είναι συνώνυμο του «δεν κωλώνω», δε φοβάμαι, τα καταφέρνω. «Μη μασάς» σημαίνει βάλε τα δυνατά σου, μπορείς (συνηθισμένη έκφραση για να εμψυχώσουμε κάποιον). «Αμάσητος»: αυτός που δε μασάει, σκληρό καρύδι, σκυλί. Επιτατικόν: «δε μασάω τον πούτσο μου».

Με τη δεύτερη, της ευπιστίας, «μασάω» είναι (περιέργως) συνώνυμο του τρώω, καταπίνω, χάφτω. Μάλιστα καταπίνω [κάτι] αμάσητο σημαίνει το πιστεύω αβασάνιστα (όπως το ψάρι καταπίνει το δόλωμα αμάσητο).

Παράλληλα, υπάρχει και η παλιότερη χρήση του όρου, που βρίσκεται σε υποχώρηση. Κατ' αυτήν, «μασάω» σημαίνει δε μασάω. Αν πούμε λ.χ. «κάτι τέτοια τα μασάω (και τα φτύνω)», εννοούμε ότι κάτι τέτοια δε με τρομάζουν, δεν ιδρώνει τ' αφτί μου. Συνώνυμο, επίσης σχετικά απαρχαιωμένο: κάτι τέτοια τα τρώω για πρωινό.

Πώς προκύπτουν τόσο αντιφατικές έννοιες για την ίδια φράση; Προφανώς, στην παλιότερη έννοια (μασάω = αντεπεξέρχομαι) υπονοείται ότι κάτι δεν είναι τόσο σκληρό για τα δόντια μου ώστε να μην μπορώ να το μασήσω. Αντίθετα στην πιο πρόσφατη (μασάω = δεν αντεπεξέρχομαι) κάτι είναι τόσο σκληρό που δεν μπορώ να το καταπιώ αν δεν το μασήσω.

Άλλες σημασίες:

-«Μασάω τα λόγια μου», ή «τα μασάω»: λέω μπερδεμένες και ασαφείς κουβέντες από αμηχανία, επειδή πάω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. «Δε μασάω τα λόγια μου»: λέω τη σκληρή αλήθεια με το όνομά της.

-Όταν το φωτοτυπικό ή ο εκτυπωτής παθαίνουν εμπλοκή χαρτιού, λέμε ότι «μάσησαν» το χαρτί. Παλιότερα και τα κασετόφωνα μασούσαν τις κασέτες, και ακόμη παλιότερα οι γραφομηχανές τη μελανοταινία.

  1. (= φοβάμαι)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Στ' αρχίδια μου. Μασάω εγώ ρε;

  2. (=μην πιστεύεις και τρομάζεις)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Μη μασάς, άσ' τον να λέει. Μια χαρά είναι οι ειδικές δυνάμεις.

  3. - Πώς πάνε οι ειδικές δυνάμεις; Σου σκίζουν το κορμί; Έχεις λιώσει στο καψώνι;
    - Όχι ρε, χαλαρά. Κολέγιο είναι εδώ.
    - Γεια σου ρε αμάσητε!

  4. (= μην το πιστεύεις)
    - Ρωτήσαμε στο χωριό πού είναι το μονοπάτι για την κορυφή. Αλλά μας είπανε ότι έχει πολύ περπάτημα, δε βγαίνει εύκολα.
    - Σιγά ρε, μη μασάς. Εδώ οι γριές οι ντόπιες ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα φορτωμένες με τα ξύλα, και δε θα πάμε εμείς;
    - Άλλο οι γριές οι ντόπιες. Αυτές είναι αλλιώς μαθημένες, δε μασάνε τον πούτσο τους.

  5. - Μαλάκα, σε βλέπω να τη χάνεις τη χρονιά. Πάλι λευκή κόλλα έδωσες;
    - Τον έψησα να μην τη μετρήσει.
    - Τι δικαιολογία του είπες πάλι;
    - Ότι πέθανε ο πατέρας μου σε ξαφνικό ατύχημα.
    - Το μαλάκα! Και μάσησε ο καθηγητής;
    - Ήμουνα πολύ πειστικός. Αμάσητο το κατάπιε.
    - Καλά μαλάκα, άμα θα 'ρθει ο πατέρας σου να πάρει τους ελέγχους, εκεί θέλω να σε δω μάγκα.

  6. (Με την παλιά σημασία):
    Ο τυπάκος ήρθε να μου πουλήσει τσαμπουκά, αλλά δεν ήξερε ότι κάτι σαν την πάρτη του τους μασάω και τους φτύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιό (αρχές 20ού) μπρούκλικο για τη μαριχουάνα. Προφανώς προέρχεται από την αμερικάνικη προφορά «mariwana».

Η λέξη marijuana στα ισπανικά είναι όνομα, Μαρία - Ιωάννα (Maria - Juana). Συνεπώς, αν και πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη και επίσημη ονομασία, στη ρίζα της είναι καρασλάνγκ. Μεταφράζεται και στα αγγλικά ως Mary - Jane.

Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ
πίνουν οι μάγκες αργιλέ,
αργιλέδες και τσιγάρο,
μαρουγάνα, Προύσας μαύρο.

(Γιώργος Κατσαρός: Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ, ΗΠΑ 1938. Βλ. και εδώ.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ελληνοαμερικάνοι. Σλανγκ της νήσου Καρπάθου, η οποία διατηρεί πολλές σχέσεις με ΗΠΑ: ακόμη και σήμερα φεύγουν μετανάστες, ενώ παλιοί μετανάστες που ζουν «μέσα» εδώ και γενιές εξακολουθούν να έρχονται στο νησί για διακοπές και να επιδεικνύουν τα περίεργα ήθη τους, όπως μπρούκλικη ομιλία, φανταχτερά ρούχα, παράξενα προϊόντα, όπως κάποτε θα ήταν το φρίσμπι, και polla lefta.

Συναντιούνται δύο συγχωριανοί στο σπίτι ενός τρίτου. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί ο ένας είναι από Αμερική και η άλλη από Αυστραλία.

(ΗΠΑ) - Ah, so είσαι του Γιαννή της Μαρούκλας δευτεροξαέρφισσα;
(ΑΥΣ) - Yeah.
(ΗΠΑ) - Από Ωστρέιλια, ε;
(ΑΥΣ) - Yeah. Κέμ'ρα.
(ΗΠΑ) - What;
(ΑΥΣ) - Κέμ'ρα!
(ΗΠΑ) - What's that;
(ΑΥΣ) - Εκεί μένω.
(ΗΠΑ) - Oh, I see. Πού είναι αυτό;
(ΑΥΣ) - God, Κέμ'ρα, the capital!
(ΗΠΑ) - Ah, you mean Καμπέρα!
(ΑΥΣ) - Jesus, είναι αγγλικά αυτά που μιλάτε εσείς τα φρισμπάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα αίνιγμα στα πλαίσια των δήθεν σαλονικιώτικων.

-Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τον Κνίτη;
-;
-Μπουγάτσα με γραμμή!

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ καλός άνθρωπος, ψυχάρα, άτομο με ανθρωπιά.

— Τελικά καλά μου ξηγήθηκε ο Μήτσος. Αποτελεσματικός, πρόθυμος, και λεφτά δεν ήθελε να πάρει ούτε γι' αστείο.
— Αφού ρε είναι αθρώπα ρε ο Μήτσος, εγώ πάντα το 'λεγα. Δεν έχει σαν το Μήτσο!

Δες και ανθρώπας, άνθρωπας, άθρωπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι, στην ορολογία των χασισοποτών, λέγεται το τσιγάρο που πίνεται αμέσως μετά από άλλο ένα τσιγάρο. Νομίζω ότι αυτή είναι η προέλευση της ευρύτερα χρησιμοποιούμενης έκφρασης στο καπάκι.

Η σειρά των γλωσσικών εξελίξεων πρέπει να υπήρξε η εξής:

α) Το δεύτερο, κολλητά συνεχόμενο τσιγάρο ονομάζεται έτσι γιατί «ολοκληρώνει», «κλείνει» την ενέργεια του πρώτου. Αν με το πρώτο απλώς την έχεις ακούσει αρκετά, με το δεύτερο εξασφαλίζεις ένα καλό επίπεδο μαστούρας και μια σχετικά μεγάλη χρονική διάρκεια αυτού.

β) Μέχρις εδώ, το ουσιαστικό καπάκι είναι συνώνυμο του «δεύτερο τσιγάρο» ή οποιασδήποτε ανάλογης έκφρασης. Αν πεις π.χ. «στρίβω ένα καπάκι», το καπάκι είναι το αντικείμενο του στρίβω. Με την πολλή χρήση όμως, η γλωσσική μνήμη άρχισε να ξεθωριάζει. Έτσι, προτάσεις σαν την παραπάνω άρχισαν να ερμηνεύονται ως το καπάκι να ήταν επιρρηματικός προσδιορισμός, δηλ. σαν να έλεγε «στρίβω ένα (ένα τι; οι χασικλήδες έχουν πολύ συχνά την τάση να απαλείφουν τη λέξη τσιγάρο ή τα συνώνυμά της, και να λένε απλώς στρίβω ένα, ήπιαμε τρία-τέσσερα, το σβήνω κλπ.), στρίβω λοιπόν ένα, αμέσως μετά (από το προηγούμενο)».

γ) Έτσι η λέξη καπάκι αυτονομήθηκε και έγινε επίρρημα που σημαίνει αμέσως μετά, προκειμένου πάντα για μπάφους.

δ) Ακόλουθο στάδιο: αυτονομήθηκε περαιτέρω, ξεφεύγοντας από τα χασικλήδικα συμφραζόμενα. Πλέον σημαίνει γενικώς αμέσως μετά.

ε) Τελικό στάδιο: αντί καπάκι αρχίζει να λέγεται στο καπάκι. Έτσι η επιρρηματική σημασία γίνεται πιο σαφής.

Σημειωτέον ότι με την εξωχασικλήδικη έννοια, η φράση θεωρείται τόσο διαδεδομένη και τόσο ανώδυνη ώστε την έχει και ο Μπάμπης.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν αντιστοιχούν στις πέντε φάσεις της εξέλιξης.

Αυτή η ερμηνεία είναι μία προσωπική υπόθεση. Δεν είμαι σε θέση να την αποδείξω με αδιάσειστα τεκμήρια. Παρακαλώ πείτε τη γνώμη σας.

α) -Καλά ρε παιδιά, μόνος μου θα το πιω; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!
-Έχουμε πιει πέντε σε μία ώρα ρε φίλε! Ήρθε πιο πριν ο Γιάννης ορεξάτος και μας τρέλανε στα καπάκια , γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

β-γ) Ήπιαμε ένα με το Γιάννη πιο πριν, που ήρθε ορεξάτος, και καπάκι άλλο ένα, και καπάκι στο καπάκι άλλο ένα, και φτάσαμε στα πέντε, γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

δ) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

ε) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και στο καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί της κλητικής, κύριε.

Προσφώνηση για άντρες, κυρίως αγνώστους, όχι ιδιαίτερα ευγενική αλλά ούτε και εντελώς απρεπής. Χρησιμοποιόταν από παλιά για να εκφράσει μια συγκρατημένη ενόχληση, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των αποστάσεων. Δεν είναι τόσο οικεία ώστε να υπονοεί πρόκληση σε καβγά, αλλά δε λέει όχι και σε μια μικρή λογομαχία. Σχετικά αντίστοιχο για γυναίκες είναι το «μαντάμ» ή «μανδάμ».

Σήμερα πλέον το «κύριος» το λένε ακόμη και μαθητές προς τον καθηγητή, χωρίς κατ' ανάγκην πρόθεση πρόκλησης.

Κατ' αναλογίαν έχει βγει και το «φίλος» (=φίλε), που μπορεί να είναι απολύτως κόσμιο και φιλικό.

Σημείωση: Γενικά η χρήση ονομαστικής αντί κλητικής, που εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο σε αρσενικά, εκφράζει μια απόσταση. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό, π.χ. «Νέος! Παπαδόπουλος! Λοχίας!»

  1. Άντε ρε κύριος, μια ώρα στο φανάρι!

  2. Κύριος, να πάω τουαλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified