Να σας πω, δε με χέζετε; Να το πει ένας, να γελάσουμε. Άμα το λένε όλοι μαζί, για τέσσερις μήνες, ξεπερνάει τη δική μου αίσθηση του χιούμορ.
Είναι λεξικογραφικό σάιτ, μεταξύ άλλων. Είναι λογικό να μαζεύονται άτομα με εμμονή στην ακρίβεια των λέξεων. Άλλωστε ο βασικός λόγος ύπαρξης όλων των μελών είναι να λέμε «ξέρετε τι σημαίνει τούτο; ξέρετε τι σημαίνει εκείνο;»
Μπορεί να μην είναι ό,τι κολακευτικότερο, αλλά έχει και κάποιες θετικές συνδηλώσεις: σκέψου τους εύθυμους και ξένοιαστους μπεκρήδες που περιγράφονται σε ορισμένα τραγούδια, ή στις παλιές (ηλίθιες κττγμ) λιθογραφίες που βλέπουμε συχνά σε ταβέρνες.
Σοβαρά; Ούτε που το φανταζόμουν!
Θα έπαιρνα όρκο ότι βγαίνει από επέκταση του ήπια τις κάλτσες μου, που βγάζει ένα κάποιο νόημα (μέχρι και τις κάλτσες μου πούλησα για να πιω).
Are you serious;
No, I'm Egyptious.
Το παράδειγμα αποδίδει την έννοια (όπως την ξέρω εγώ) πολύ καλύτερα από τον ορισμό. Γλυκοτσούτσουνος είναι ο άντρας που χωρίς να είναι ιδιαίτερα ωραίος ή να έχει κάποιο άλλο εμφανές προσόν, έχει ανεξήγητη επιτυχία στις γυναίκες -οπότε εικάζουμε ότι θα έχει κρυφά προσόντα, τα οποία τι να είναι; ευγενική ψυχή; σιγά!
Καθαρά κουτσομπολίστικη λέξη.
Μπορεί το λήμμα να είναι άσχετο μέσα στο σάιτ, αλλά δεν μπορώ να μην επαινέσω το παράδειγμα. Με μια σύντομη φράση περιγράφει ένα τύπο που πραγματικά είναι τόσο για λύπηση ώστε σου προκαλεί αμηχανία, εύχεσαι να μην τον είχες δει να εξευτελίζεται έτσι.
Είναι μια χαρά. Να συμπληρώσω ότι (απ' όσο έχω παρατηρήσει) η λέξη χρησιμοποιείται ακόμη κι αν η μάρκα δεν είναι All Star, δηλαδή σημαίνει πλέον τύπο παπουτσιού (αντικαθιστώντας τον παλιότερο όρο Ελβιέλα).
Άμα το λένε, καλά έκανες και το ανάρτησες. Αλλά μου φαίνεται πολύ χαζομάρα. Έξυπνο στα αγγλικά, ακαλαίσθητο στα ελληνικά.
Χμμμ... ενδιαφέρον. Πιθανώς λοιπόν και τα διάφορα ζέο, ζίου κλπ. να έχουν προκύψει (και) ως ευφημισμοί, για να μην πούμε τη βαριά τη λέξη (πρεζάκιας, ναρκομανής) που κακοχαρακτηρίζει τον άλλον. Αν και στην περίπτωση του άλκη το βρίσκω κάπως υπερβολικά πολιτικώς ευπρεπές -υπάρχουν ένα σωρό λέξεις όπως μπεκρής, πότης κλπ. που σημαίνουν +/-το ίδιο αλλά δεν είναι τόσο κακόσημες.
...της Θεσσαλονίκης...
με κεφαλαίο βέβαια. Μην το παραξηγήσει κανείς, ήταν τυπογραφικό.
Πετζετάκις; Ακόμα χειρότερα!
Η φανταστική κιθάρα είναι απλώς μια κιθάρα που δεν υπάρχει (όπως επίσης η φανταστική κιθάρα είναι μια κιθάρα που δεν υπάρχει). Η φαντασιακή κιθάρα είναι κάτι πολύ παραπάνω, είναι η πλατωνική ιδέα της κιθάρας, η μήτρα όλης της καλής μουσικής, είναι μια αξία, ένα σύμβολο, μια ιδέα, κάτι αιώνιο, άφθαρτο, άπιαστο. Η φανταστική κιθάρα είναι μη-κιθάρα, ενώ η φαντασιακή είναι πιο κιθάρα από όλες τις κιθάρες του κόσμου μαζί. Και με τη μία και με την άλλη μπορείς να παίξεις αεροκιθάρα, αλλά συγκρίνετε ήχο και θα με θυμηθείτε!
Ο ορισμός είναι βέβαια κέντημα, τίποτε λιγότερο απ' ό,τι θα περιμέναμε. Αλλά τα τεστ με έφεραν σε αμηχανία:
-δεν ξέρω αν ξέρω να κόψω ξύλα με το τσεκούρι, δε μου έχει τύχει.
-δεν ξέρω αν μπορώ να ξυρίσω πόδια άλλου προσώπου χωρίς να τη σφάξω: ούτε μου έχει τύχει ούτε, για να είμαι ειλικρινής, φανταζόμουν ότι γίνεται.
-τι γίνεται όταν έχεις τρομερή προσωπικότητα, ικανοποιητικούτσικους μηρούς και είσαι πολύ εργατικός στη σχέση και όσο μπορείς λιγότερο στη δουλειά;
-στην εικοστή επέτειο γάμου, οι εχέφρονες άνδρες και γυναίκες δεν κοιτάνε αν ο άλλος τους κοιτάει ονειροπόλα στα μάτια: είτε το κάνει είτε όχι, ο κύβος έχει ριφθεί για τα καλά.
Undoubtedly (για να θυμηθούμε και τον Όμηρο)!
Γνωστός στην Ελλάδα μάλλον ως Τσατσένκο (όχι ότι υπήρχε κάποιο λογοπαίγνιο, απλώς ήταν δύσκολο όνομα).
Εξαιρετικό!
Να προσθέσω κάποια πιο δευτερεύοντα:
-με κόβει πείνα / λόρδα (ή πιο συχνά στον πρκ.: μ' έχει κόψει μια πείνα / λόρδα)
-με κόβει χέσιμο (ίσως σχετικό με το κόψιμο)
-(το) κόβω λάσπη = την κάνω, φεύγω εσπσυσμένως
και δύο αρχαίες σλανγκιές:
-κόβω ρόδα μυρωμένα = φεύγω τρέχοντας, το κόβω λάσπη
-κόβω μονέδα = βγάζω πολλά λεφτά.
Σημειωτέον ότι, όπως στο παράδειγμα, συνήθως το λέει ο λίγο νεότερος στον λίγο παλιότερο, μπας και παλιώσει κι ο ίδιος μια ιδέα, και όχι ο λίγο παλιότερος στον λίγο νεότερο, για να μη τυχόν κολλήσει καμιά μέρα.
Νομίζω ότι το ορίτζιναλ γερμανικό ήταν με άλλα ωράρια, πιο βάρβαρα. (3-6 ίσως; Που περίπου ισοδυναμεί με μηδέν ύπνο). Αλλά ήταν ίδιο «νούμερο», ίδια σειρά βάρδιας με το νυν 2-4, οπότε το όνομα έμεινε. Όσοι ήταν φαντάροι τω καιρώ εκείνω, με το παλιό ωράριο, το θεωρούν τελείως φλώρικο να λέμε εμείς το 2-4 γερμανικό.
Σχετικά με την αρχή της κουβέντας, κι εγώ έχω την εντύπωση ότι το παχύ λάμδα της θεσσαλονίκης (ή μάλλον της Βόρειας Ελλάδας) είναι προϊόν σλάβικης επίδρασης. Το παράδειγμα της τροπής θ>τ στα Βουλγάρικα δεν έχει σχέση: η Βουλγάρικη γλώσσα, όπως και όλες οι Σλάβικες, δεν έχει θ, οπότε στις ξένες λέξεις το αντικαθιστά με ό,τι πλησιέστερο έχει. Το λάμδα όμως, που οι περισσότεροι σλάβικοι λαοί το προφέρουν παχύ-παχύ, υπάρχει και στα ελληνικά και στα βουλγάρικα / σλαβομακεδόνικα κλπ., και είναι δυνατόν να έχει επηρεαστεί στους μεν από τους δε.
Σε ορισμένους σλάβικους λαούς είναι τόσο παχύ ώστε μετατρέπεται σε ο, π.χ. Beograd («Ασπρούπολη»: η ρίζα είναι bel-, όπως στο Belarus - Λευκορωσία).
Και οι Ρουμάνοι, που δεν είναι σλάβοι αλλά συνορεύουν απο πολλές μεριές με σλάβους, έτσι παχύ το προφέρουν.
Τι προελεύσεως είναι αυτό; Βλάχικο; Αρβανίτικο; Γύφτικο; Εβραίικο; Σλάβικο; Μήπως καλιαρντό;
Τις εναλλακτικές με αυλή / πόρτα που αναφέρετε δεν τις ήξερα. Είναι παλιότερες, λέτε; Πιθανόν, πάντως και έτσι όπως είναι στο λήμμα, η φράση μού φαίνεται ως δείγμα γνήσιου λαϊκού λόγου και όχι ως κάτι σύγχρονο.
Μα σχεδόν πάντα έτσι πάει, σε νεότερο. Εκτός όταν αναφέρεται σε άψυχα αντικείμενα, π.χ. «Κλείσ' το ρε Νικολάκη αυτό το μαλακιστήρι, μας πήρε τ' αφτιά».
Πέρα από αυτό, η λέξη έχει συγκεκριμένη σημασία (βλ. άλλον ορισμό [με άλληνα ορθογραφίανε]).
Στα ελληνικά έχουμε συνηθίσει λέξεις με το τουρκογενές επίθημα -λής να τις έχουμε ως αρσενικές, π.χ. χασικλής, σοϊλής (από καλό σόι), παραλής (με παράδες, πλούσιος), και με το -λού ως θηλυκές, π.χ. τζιβιτζιλού (λεσβία), χασικλού, τσιμπουκλού.
Όμως αυτό συμβαίνει κυρίως με λέξεις που σχηματίστηκαν εντός της ελληνικής γλώσσας. Αν είναι αυτούσιες τουρκικά δάνεια, τότε αυτή η αντιστοιχία φωνήεντος - γένους δεν ισχύει, παρά μόνο συμπτωματικά.
Στα τούρκικα, κάθε παραγωγική ή κλιτική κατάληξη -κάθε επίθημα γενικώς- υπάρχει σε δύο εναλλακτικές μορφές, με διαφορετικά φωνήεντα. Το κριτήριο για το αν θα χρησιμοποιηθεί σε μία συγκεκριμένη λέξη το ένα ή το άλλο φωνήεν δεν είναι το γένος, αλλά τα υπόλοιπα φωνήεντα της κυρίως λέξης. Η τάση της γλώσσας είναι να έχει κάθε λέξη είτε μόνο ανοιχτά φωνήεντα (a, ι χωρίς τελίτσα, ο, u) είτε μόνο κλειστά (e, i, o με δύο τελίτσες, u με δύο τελίτσες- δεν μπορώ να τα πληκτρολογήσω).
Έτσι, το yavuk (που δεν ξέρω τι σημαίνει) παίρνει επίθημα -lu, επειδή έτσι ταιριάζει με τα φωνήεντα της λέξης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν στενή επαφή με τους Τούρκους, π.χ. Πολίτες, διέθεταν «γλωσσικό αίσθημα» της τουρκικής. Οι άλλοι, που δεν έχουν, μεταπλάθουν αυτές τις λέξεις σύμφωνα με το ελληνικό «γλωσικό αίσθημα», όπου η κατάληξη -ού ταιριάζει μάλλον για θηλυκό.
Ωστόσο, ο γιαβουκλούς δεν είναι μοναδική περίπτωση. Έχω ακούσει τη λέξη Σταμπουλούς (αρσ.) = Κωνσταντινουπολίτης, και όχι Σταμπουλής (κατά το Δράμαλης, Κόνιαλης, Βάρναλης, Τεπελενλής, Βελεστινλής κ.ά.), ενώ η λέξη μαστουρλούκι (και όχι μαστουρλίκι) είναι γνωστή από τα ρεμπέτικα.
Μεγάλο λήμμα φίλε! Έχω κι άλλα να πω:
1) Γιατί οι κουράδες σε τέτοιες τούρκικες τουαλέτες είναι οπουδήποτε εκτός από τη δέουσα θέση τους;
Γενικά, ο πρώτος που θα χέσει μετά το καθάρισμα έχει αρκετή άνεση να σημαδέψει. Αν βρει στόχο, η καλλιόπη θα παραμείνει αρκετά καθαρή. Όμως όλο και κάποιος -ο δεύτερος, ο τρίτος...- θα αστοχήσει, και το καταπίστευμά του θα μείνει σε σημείο όπου πλέον δεν απορροφάται από τις εν λόγω στενές σωλήνες. Εκεί αρχίζει το πρόβλημα: γιατί ο επόμενος, από σιχασιά, δε θα πλησιάσει καν την τρύπα, θα πάει λίγο πιο μπροστά από τα σκατά του προηγούμενου. Και ο πιο επόμενος ακόμη λίγο πιο μπροστά, και έτσι δημιουργείται το φίδι!
2) Ο σκατόλακκος με το παραβάν ήταν ακόμη ένας λειτουργικός θεσμός το 1999, όταν υπηρετούσε η ένδοξη 271.
3) Το χέσιμο είναι εχθρός του πολέμου. Εκτός από τον Μυριβήλη, το θέμα το έχει πραγματευτεί και ο Σαββόπουλος (Σωματική Ανάγκη, δίσκος «10 χρόνια τραγούδια»). Άμα το βρω θα το ανεβάσω.
Πωπω ρε φίλε, με συγκίνησες με το ζήτημα του εύρους των σωλήνων!
Και εξηγούμαι, για να μην αφήσω παράξενες απορίες: Καμιά φορά ξέρουμε μια πληροφορία που, σύμφωνα με τις ενδείξεις, κανείς άλλος δεν την ξέρει. Αυτό μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν κι εμείς στ' αλήθεια την ξέρουμε, ή μήπως τη βγάλαμε από το άρρωστο μυαλό μας. Αυτή ήταν η περίπτωση των σωλήνων: σ' εμάς είναι πιο στενές, γι' αυτό και γράφει παντού, ιδίως σε τουριστικά μέρη, «παρακαλώ μην πετάτε χαρτιά» -όχι γιατί θεωρούμε τους ξένους ικανούς να κάνουν τέτοια καφρίλα αλλά απλώς γιατί στα μέρη τους υπάρχει η υποδομή ώστε κάτι τέτοιο να μην είναι καφρίλα.
Συγκινήσεις παρόμοιου ύψους έζησα στο σλανγκ.τζρ με το κρίκερ (βλ. λ. βόθρος του Βικαρίου, σχόλια), με τη σουλουμπάμια και αλλού.
Ναι, αλλά έχω λόγους να πιστεύω ότι στο ριζίτικο αναφέρεται σε κάποια άλλη πατρώνα.
Εγώ γιατί το γράφω με ωμέγα άραγε; Υποθέτω, ως θηλυκό του «πάτρωνας, ο», που υποθέτω πάλι ότι είναι με ωμέγα. Μπορεί και να μην είναι σωστό.
Ακριβώς. Διαλυτικά δεν μπαίνουν όταν δεν είναι απαραίτητα. (Έτσι π.χ. είναι λάθος να βάζουμε διαλυτικά στο φαί, ο τόνος αρκεί να μας δείξει ότι έχουμε δύο συλλαβές).
Εδώ λοιπόν έχουμε 3 φωνήεντα, ο, υ, ι, που μπορούν να κάνουν τρεις πιθανούς συνδυασμούς:
α) ο+υι [oi] - γράφεται ουι
β) ου+ι [ui / wi] γράφεται ουϊ
γ) ο+υ+ι [oii] δεν απαντά αλλά υποθέτω ότι θα γραφόταν ικανοποιητικά ως οϋι
Αν υποθέταμε ότι το ουι προφερόταν [ui], τότε, όταν θέλαμε να γράψουμε «ο+υι» τι θα κάναμε, θα βάζαμε διαλυτικά στο όμικρον;
(Η ακολουθία «ο+υι» απαντά σε μία μόνο λέξη απ' όσο ξέρω, κι αυτή αρχαία, όχι νεοελληνική: τη μετοχή ακηκοώς/ακηκουία/ακηκοός του πρκ του ρ ακούω. Αλλά στα νέα ελληνικά δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να λέει ότι τέτοια ακολουθία δεν μπορεί να υπάρξει.)
Συμπέρασμα: τα διαλυτικά είναι απολύτως απαραίτητα και στο σάντουϊτς, και στο ουΐσκι, και σε κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση.