(Κρήτη) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα γκαρλιά(ν)γκος.

-Με πονεί ο τζάρουχάς μου τσαι κρούβομαι.
-Γιάντα δεν παίρνεις μωρέ κανένα καλαμπαλίκι ;
-Επήρα τσαι δεν κάμει πράμα, θεμά τσι ζιατρούς.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified