Μυρμήγκι που τσιμπάει άμα λάχει.
(Κρητικός ιδιωματισμός).

Γιαγιά: - Παλουκώσου και διάβαζε βρε διαολή! Μελιτάκους έχεις στον ποπό σου ;

(από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified