Σκουντάω, ζμπρώχνω. Βορειοελλαδίτικος ιδιωματισμός.

Περιμένοντας στην ουρά, ο μπροστά στον πίσω:

-Αρ τι ρουσντάς; Κατά πού να κλώσω;

-Μένα το λες; Οι από πίσω με ζμπρώχνε...

Ρουσντάει καλά ο Σάλμαν Ρούσντι! (από Hank, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified