Ενοχλητική / εριστική τριβή του προτεταμένου μέσου δακτύλου (λυγισμένου) του χεριού με κλειστή την γροθιά, πάνω σε κεφάλι ατυχούς μαθητή από συμμαθητή του, συνήθως κατόπιν κεφαλοκλειδώματος.

Αγγλιστί : Dutch rub.
Αγνώστου ετύμου.

Δάσκαλος:
- Γιώργο, γιατί χτύπησες το Μιχάλη ;
Μαθητής:
- Μου' κανε τσικιτρόνι κύριε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified