(Λέξη της κλασσικής πειραιώτικης αργκό): Εκ του ρήματος «σακκουλεύομαι»: Αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, μπαίνω στο νόημα.

Αναφέρεται σε κρυφό νόημα, συνθηματικά απονενοημένο, στο οποίο ο συνομιλητής οφείλει να ανταποκριθεί πάραυτα ως «μυημένος» (=μπασμένος στα κόλπα), άλλως πέφτει στο κεφάλαιο: «κοροϊδάρα».

Χρησιμοποιείται ως: «Τη σακκουλεύομαι / σακκουλεύτηκα» (τη φτιάξη). Ενώ, υπό μορφήν ερωτήσεως, διατυπώνεται ως: «Σακκουλετζέμ(;)» (= κατάλαβες;).

Συνώνυμα: Μπανίζω, την ανθίζομαι, πονηρεύομαι κ.τ.λ.

Άγνωστον, αν προέρχεται εκ του ατσουμπάλου λαϊκού τύπου «Σακκουλέ», που τριγυρνούσε στα Χαυτεία προ αιώνος (βλ. ομώνυμο τραγούδι στο δίσκο «Πανόραμα»).

-Λοιπόν, έτσι κόβουμε, έτσι μοιράζουμε κι έτσι δουλεύουμε το σκαλέτο (παλιά χαρτοκλεπτική μέθοδος). Σακκουλετζέμ;
-Μου τα ξαναλές μια φορά, γιατί τα μπέρδεψα;
-Μωρ' τί μπούας είσαι συ ; Έ, ρε κελεπούρι που σε πετύχαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified