(Λέξη της κλασσικής πειραιώτικης αργκό): Εκ του ρήματος «σακκουλεύομαι»: Αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, μπαίνω στο νόημα.
Αναφέρεται σε κρυφό νόημα, συνθηματικά απονενοημένο, στο οποίο ο συνομιλητής οφείλει να ανταποκριθεί πάραυτα ως «μυημένος» (=μπασμένος στα κόλπα), άλλως πέφτει στο κεφάλαιο: «κοροϊδάρα».
Χρησιμοποιείται ως: «Τη σακκουλεύομαι / σακκουλεύτηκα» (τη φτιάξη). Ενώ, υπό μορφήν ερωτήσεως, διατυπώνεται ως: «Σακκουλετζέμ(;)» (= κατάλαβες;).
Συνώνυμα: Μπανίζω, την ανθίζομαι, πονηρεύομαι κ.τ.λ.
Άγνωστον, αν προέρχεται εκ του ατσουμπάλου λαϊκού τύπου «Σακκουλέ», που τριγυρνούσε στα Χαυτεία προ αιώνος (βλ. ομώνυμο τραγούδι στο δίσκο «Πανόραμα»).