Λέγεται για κάποιον που, άθελά μας, του δίνουμε αβάντες, τον ανεβάζουμε, τον κάνουμε μάγκα.

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Θεσσαλονίκη.

Παίζουμε πόρτες, έχουμε πάρει σχεδόν το παιχνίδι, αλλά κάνουμε σαλτανάτι από υπερβολικό ενθουσιασμό και ο αντίπαλος, από κει που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, μας χτυπάει δυο πούλια και κινδυνεύουμε να χάσουμε την παρτίδα:

-Όχι, ρε πούστη, σ' έκανα μάγκουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέρος απροσδιορίστου ηλικίας που προσπαθεί να το παίξει κάγκουρας. Προδίδεται όμως τελικά από το γεγονός ότι πρέπει να χρησιμοποιεί μαγκούρα.

Κοίτα, ρε, το μάγκουρα με το φτιαγμένο το Subaru!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified