Από τον πάτο μέχρι την κορυφή, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από πάνω ώς κάτω. Δεν υπάρχει δηλαδή ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό του σώματός μου που να μην:

α. πονάει
β. μυρίζει
γ. το έχουν δείρει
δ. έχει βραχεί

Επίσης έχουμε την έκφραση «χέζω / στολίζω κάποιον πατόκορφα», δηλαδή τον μαλώνω / βρίζω πάρα πολύ.

Μπορεί βέβαια να συμβεί και στ' αλήθεια αυτό...

Τέλος, χρησιμοποιείται καλά και σε μια ωραία ευχή (παρ.7)

  1. Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ καλά-καλά από το κρεβάτι, πονούσα πατόκορφα από την χθεσινή γυμναστική.

  2. Καλό κορίτσι η Στέλλα, αλλά μποχάει πατόκορφα, κάποιος πρέπει να της μιλήσει για το Ρεξόνα...

  3. Τον έκανε λιώμα στο ξύλο, τον βάραγε πατόκορφα για ένα δεκάλεπτο.

  4. Δεν πήρα στα σοβαρά το δελτίο καιρού και βγήκα χωρίς ομπρέλα. Έγινα μούσκεμα, βράχηκα πατόκορφα...

  5. Την έκανες τη μαλακία σου και τώρα κάτσε και περίμενε να σε χέσει πατόκορφα ο πατέρας σου...

  6. Πήγα να του αλλάξω πάνα του μικρού και, μόλις τον είχα καθαρίσει, του φεύγει μια ρουκέτα και με στόλισε πατόκορφα ρε πστ!

  7. - Μωρή καριόλα, το στοπ δεν το είδες;
    - Γαμιέσαι πατόκορφα ρε μαλακοκαύλη, που θα με πεις εμένα καριόλα, εσύ έχεις ένα στοπ να, σαν την κωλάρα σου, εγώ έχω προτεραιότητα, μαλάκα!
    (από τρακάρισμα με κορίτσι για σπίτι που έχει δίκιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified