Γρυ (ή γρι) θα πει «τίποτα».

Συναντάται σε αρνητικές φράσεις, σαν να λέμε, στάνταρ με το «δεν», τ. «Δεν είπε / έβγαλε / σκαμπάζω / καταλαβαίνω / νιώθω γρυ». Δεν τολμάω να το συσχετίσω με τον Χριστό, παρόλο που κατά μία έννοια έχει την ίδια χρήση ως λέξη, φοβάμαι την οργή των πιστών.

Το γρυ λέει, στα αρχαιοελληνικά, σήμαινε την βρώμα που μαζεύεται κάτω από το νύχι. Που τά 'χανε κοντά τα νυχάκια οι αρχαίοι, γιατί προφ τά 'κοβαν με τους αρχαίους νυχοκόπτες τους και δεν είχε και τίποτα από κει κάτω, κάτι ελάχιστο, ένα μικρό τίποτα. Σο, γρυ είναι το ασημαντότατο μικρό και τιποτένιο τίποτα.

Αρχική σκηνή: Εξετάσεις στατιστική. Τα θέματα μοιρασμένα. Σκύψιμο προς το αυτί της κολλητής στο μπροστινό έδρανο. -Πω μαλάκα, τι θέματα είναι αυτά, την παλεύεις;
-Γάματα, δεν σκαμπάζω γρυ, δεν πα να δώσουμε κόλλες να πάμε για καφέ στο Ρίο που χει λιακάδα;
Επόμενη σκηνή, γυαλί ηλίου, χύσιμο στους καναπέδες κάτω από την λιακάδα, φράπα στο χέρι, πλιτς πλιτς το κυματάκι. Δεν περιγράφω άλλο. Αύριο πτυχίο.

Harry Potter- Ancient Greek edition: Ο Άρειος Ποτήρ ως ωκυπόρος υογόης (=γουρουνομάγος), σε μία έκδοση από την οποία δεν θα καταλάβετε γρυ! (από Khan, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified