Κάλυψη, υποστήριξη, συνενοχή.

Βάζω πλάτη: καλύπτω, υποστηρίζω, γίνομαι συνένοχος, ψευδομαρτυρώ.

Ας μην είχε τις πλάτες του μπαμπά και θα σου 'λεγα αν θα τον παίρνανε σοβαρά στην τράπεζα.

Έβαλα πλάτες στο Γιάννη για να ξενοπηδήξει και να μη χαμπαριάσει η γυναίκα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλάτη είναι το πίσω μέρος του κορμού του ανθρώπου, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά όταν κάποιος θέλει να δηλώσει ότι είναι πρώτος σε σχέση με τους άλλους!

Θα βλέπεις την πλάτη μου συνέχεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified