Χώμα, ανόργανο υλικό που χρησιμοποιείται στις οικοδομικές εργασίες κλπ. Επίσης, μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί να υποδηλώσει έλλειψη ενέργειας και ως συνώνυμο της σκόνης για κάποιον που νίκησε σε έναν αγώνα τους άλλους.

  1. Απόψε δε θα βγω, είμαι χώμα.

  2. Φάτε χώμα ρεεεεε!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified