Φορνέλο / φουρνέλο: Το φορνέλο είναι ο μικρός φούρνος στα ιταλικά και λόγο σχήματος οι μικροί κολπίσκοι.

Σαν φουρνέλο (blast) είναι η τοποθέτηση δυναμίτη (ΤΝΤ) σε τρύπες που ανοίγουν σε βράχους προκειμένου να τους σπάσουν / σχίσουν.

Βάρδα ψυχή μου, βάρδα
και πάρτα όλα σβάρνα
Αυτός που θ' αγαπήσει
μπορεί και να μισήσει
Βάλε φουρνέλο κάψ' την
κι ας γίνουν όλα στάχτη
αφού μακριά σου τρέχει
κανείς δεν θα την έχει.

Κράτος μπουρδέλο, βάλτε του φουρνέλο.

“Όλη μέρα στο φουρνέλο και το βράδυ στο μπουρδέλο”.

Σε μισώ μα και σε θέλω,
το κεφάλι μου φουρνέλο,
που μου καίει το μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified