Από το τουρκικό pezevenk ο μαστρωπός , ο παλιάνθρωπος.

«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή
Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού 'ντα
ο μπεζεβέγγης που τα 'χει στη πούγγα, ω, ω»

Μιχάλης Βιολάρης

(από northwind, 12/08/09)Τα Ριάλια, Μιχάλης Βιολάρης (από Khan, 12/08/09)

Βλ. και πεζεβέγκης, το οποίο είναι ταιριάζει με την άποψη περί γραφής της λέξης από το γλωσσάρι, ππεζεβένγκης (ο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified