Εκ του αγγλικού modify (=τροποποιώ). Σημαίνει τον Διαχειριστή ή Συντονιστή φόρουμ που τροποποιεί κατά κόρον ή χωρίς φαινομενικά
σοβαρό λόγο τα μηνύματα των χρηστών.

Κώστας: Και που λες, Μητσάρα, μπαίνω μετά δύο μέρες στο φλώρουμ να κόψω εντυπώσεις, κοιτάζω το τελευταίο ποστ μου, το λινκάκι άφαντο και στο κάτω κάτω της γραφής μου η υποσημείωσις: «edit: Δεν επιτρέπονται οι σύνδεσμοι που οδηγούν σε σελίδες με παράνομο υλικό».
Μου 'ρθε... να κατεβάσω καντήλια, λέμε!

Μήτσος: Δώσε τόπο στην οργή κολλητέ! Αφού τον ξέρεις τον ΧΨΖ τι Μοντίφηκας είναι. Την έχει δει Πάπας και νομίζει πως μπορεί να ελέγχει τους πάντες.

Αν δεν το βγάλω αυτό το λίνκι στο youporn, να μην με λένε Βονιφάτιο! (από Khan, 23/08/09)

Λογοπαίγνιο και με την λέξη Ποντίφηκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified