Το δέλεαρ.
Υποτίθεται ή αληθεύει ότι ο γάιδαρος, που τόσα πολλά έχει υποστεί σε αυτή την άδικη πλάση και που τον πετάνε στον γκρεμό όταν πια δεν τους κάνει, δελεάζεται με ένα καροτάκι, το οποίο ο αναβάτης τού κρεμά μπροστά στη μουσούδα και το οποίο ποτέ δεν καταφέρνει να φτάσει (αφού καροτάκι, αναβάτης και γάδαρος κινούνται ταυτόχρονα). Έτσι λοιπόν ο ο παντέρμος αναγκάζεται να κινείται, νομίζοντας ότι κάποτε θα το τσακώσει. Τεσπα, το κινέζικο αυτό βασανιστήριο είναι τουλάχιστον σωματικά ανώδυνο, σε σχέση με τις κλωτσιές και άλλα χειρότερα.
Ελλείψει πειθούς λοιπόν, και ελλείψει εσωτερικής δύναμης ώστε να επιτευχθούν οι όποιοι βραχυμεσομακροπρόθεσμοι στόχοι μας, χρειαζόμαστε συχνά-πυκνά, για να μην πω πάντα, κάτι σαν καροτάκι στη ζωή μας. Έτσι πέρασε η λέξη και στα άλλα γαϊδούρια, στα δίποδα.
Καροτάκι μπορεί να είναι ένας καλός βαθμός (γκουχ-γκουχ...), ένα μπόνους, ένα πριμ, ένα βραβείο, μια βαρβάτη υπόσχεση, μια θέση, κάτι σε δόξα ή χρήμα συνήθως, το οποίο θα μας κάνει να ξεκουνηθούμε και να δράσουμε προς όφελός μας, υποτίθεται. Η μέθοδος καροτάκι καλά κρατεί. Γιατί, στην ουσία, το καροτάκι λειτουργεί σαν υπόσχεση χαδιού. Και κανείς δεν είναι υπεράνω αυτού. Ούτε ο θεός, για όσους πιστεύουν σ' αυτόν.
Από μία άποψη, είναι συνώνυμο της με το παραμύθιασμα, όταν το θέτουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Ε ρε σπρώξιμο που θες εσύ... Χωρίς καροτάκι δεν κουνιέσαι με τίποτα! Ωραία... Λοιπόν, άμα σου τάξω να φάμε το βράδυ έξω, θα πας εσύ στο σουπερμάρκετ σήμερα;;;