Κωλώνω να κάνω κάτι.
Συνώνυμο του με πάει τσιλιό.
Κωλώνω να κάνω κάτι.
Συνώνυμο του με πάει τσιλιό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι
(λείπει)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).
- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified