Κωλώνω να κάνω κάτι.

Συνώνυμο του με πάει τσιλιό.

- Αίμα σε πάει να της πεις ότι έχει ωραία βυζόμπαλα.
- Χέζομαι, ρε μαλάκα.

Στο 2,20 η "κυριολεξία" (λέμε τώρα) (από Galadriel, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι

(λείπει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).

- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified