Επονείδιστη πράξη, άγος. Κάθε τι που μειώνει ή καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του «δράστη», είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, είτε για υπηρεσία, είτε για οποιαδήποτε κατάσταση μας δημιουργεί πρόβλημα ή αμηχανία.

  1. Του είχα δανείσει δυο χιλιάρικα και με είχε κλασμένο πέντε μήνες. Προχθές του το θύμισα και μου ζήτησε και τα ρέστα! Κωλοπρέπεια, ρε μαλάκα, τι να πω...

  2. Πήγα στην εφορία και της λέω της χοντροκώλας να μου δώσει δυο τρεις μέρες καιρό γιατί έτρεχα τη μάνα μου στα νοσοκομεία, και μου λέει: «ας πρόσεχε»! Κωλοπρέπεια, ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified