Κατά το «κάπελας», σημαίνει τον παντελώς άσχετο, τον τελείως σκράπα.

  1. Μαλάκα, ο καινούριος είναι σκράπελας. Του δώσαμε να περάσει τα τιμολόγια και τα γάμησε τη μάνα!

  2. Τι λέει ρε ο σκράπελας; Πάει καλά;

  3. Ο Γιάννης λέει θα δώσει για σώματα ασφαλείας. Τι να κλάσει ο σκράπελας; Αφού δεν πιάνει τη βάση. Πες του κι εσύ κάτι...

Ο Γιάννης (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified