Προφέρεται «λάσπους λίνγκουε» και σημαίνει τη λασπολογία. Ετυμολογείται εκ των λάσπη και linguae και «φέρνει» στο γνωστό lapsus linguae που σημαίνει στην κυριολεξία «γλίστρημα της γλώσσας» και το λέμε όποτε μας ξεφεύγει καμιά μαλακία και θέλουμε να την πάρουμε πίσω. Ο όρος είναι αδόκιμος, αλλά νομίζω ότι αξίζει να τον δοκιμάσουμε.
- Καλά ρε συ, πολλή λημματολάσπη έπεσε στο Χίλι Μπίλι!
- Τρελάθηκαν στη laspus linguae τα κωλοπαίδια!- Γράφει πάλι η «Μεθαυριανή» μαλακίες ένα σωρό. Δε βαριέσαι, laspus linguae, παλιά μου τέχνη κόσκινο...