Είναι η σχισμή ανάμεσα στα δύο κωλομέρια. Πραγματικά, νομίζω δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την εν λόγω περιοχή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις λέγεται και κωλοχαράδρα.

  1. Πώ, ρε μαλάκα, έσκυψε και φάνηκε η κωλοχωρίστρα!

  2. Το βρακί χώθηκε όλο στην κωλοχωρίστρα κι ούτε που δίνει σημασία, η καριόλα.

  3. Τα είδες τα καινούρια στρινγκ-στέκα; Καλά, τι φοράνε, ρε, οι πουτάνες;

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified