Στο στρατιωτικό ιδιόλεκτο, σημαίνει χαφιές - ρουφιάνος.

Το δεύτερο συνθετικό μάλιστα, που παραπέμπει στη συνοικία Ρουφ των Αθηνών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτονομημένα επιτυγχάνοντας τον υπαινιγμό του καταδότη, σπιούνου, σε φράσεις όπως «Κατάγεται από / Είναι δημότης του Ρουφ» κ.τ.ο.

Η λαϊκή θυμοσοφία έχει επινοήσει και ειδικό χαρακτήρα στρατευσίμου, τον ΔΕΑ (ΡΟΥΦ), δόκιμο έφεδρο αξιωματικό δηλαδή, που ειδικεύεται στο ρουφιάνεμα των συστρατιωτών του.

Εγώ είμαι ο υπάλληλος που ξέρουνε οι πάντες
Κοιτάζω τους εργάτες αν χτυπάνε τις κάρτες
Τους βλέπω αν δουλεύουν ή αν ξύνουνε τους όρχεις
Το ρουφιάνεμα είναι ταλέντο, ή το 'χεις ή δεν το 'χεις

Χαφ ρουφ, χαφ ρουφ,
Εισπράκτορα της Στάζι
Ρουφιάνο με φωνάζουνε
Μα εμένα δε με νοιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified