Από το «σκουράτζο»: επτανήσιο ιδιόλημμα για πέτσικη ρέγγα (πολυκαιρισμένη, στρεβλή και ανάλατη). Στραβωμένος και πέτσικος.
Ο στρυφνός ο άντρας, ο χωλός, ο σκουράτζος, δεν μασιέται με τίποτε! Ούτε με τσίπουρο δεν καταπίνεται!
Από το «σκουράτζο»: επτανήσιο ιδιόλημμα για πέτσικη ρέγγα (πολυκαιρισμένη, στρεβλή και ανάλατη). Στραβωμένος και πέτσικος.
Ο στρυφνός ο άντρας, ο χωλός, ο σκουράτζος, δεν μασιέται με τίποτε! Ούτε με τσίπουρο δεν καταπίνεται!
Got a better definition? Add it!