Περνώ από πάνω, υπερπηδώ.

Ίσως η πρωτότυπη λέξη είναι πορτοσκελώ (πόρτα + σκέλος) με ανάπτυξη προθέματος α, πιθανότερο από τις αρχαιοελληνικές λέξεις α + πορδή + σκέλος. Δηλαδή, απορδοσκελώ: υπερπηδώ με άνεση χωρίς να πέρδομαι κάποιο εμπόδιο.

- Απορδοσκέλησα έναν τοίχο.

- Τα παιδιά απορδοσκελούν τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού.

Ὑπερδιασκελισμὸς τῆς Κληδονίου πυρᾶς (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified