Περνώ από πάνω, υπερπηδώ.
Ίσως η πρωτότυπη λέξη είναι πορτοσκελώ (πόρτα + σκέλος) με ανάπτυξη προθέματος α, πιθανότερο από τις αρχαιοελληνικές λέξεις α + πορδή + σκέλος. Δηλαδή, απορδοσκελώ: υπερπηδώ με άνεση χωρίς να πέρδομαι κάποιο εμπόδιο.
- Απορδοσκέλησα έναν τοίχο.
- Τα παιδιά απορδοσκελούν τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού.