Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Πρόκειται για τον φοβιτσιάρη, τον τρεμουλιάρη και τον δειλό άνθρωπο που φοβάται/τρέμει να κάνει ή να πει κάτι. Συμπληρωματική έννοια της λέξης θεωρείται και ο αδύναμος (μυϊκά συνήθως) άνθρωπος που είναι ακατάλληλος για βαριές δουλειές και άλλες δραστηριότητες που απαιτούν σωματική ρώμη.

  1. - Ρε συ, θέλω να πάω να πω στο αφεντικό να μου δώσει άδεια αλλά φοβάμαι.
    - Ε, τέτοιος κουράδας που είσαι, λογικό μου ακούγεται.

  2. - Ρε μαλάκα, βαρύ είναι αυτό το κιβώτιο, πώς θα το κουβαλήσω μέχρι τον 5ο όροφο;
    - Αφού είσαι κουράδας, αγόρι μου, γιατί το παίζεις γυμνασμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified