Εκ του αγγλικού poseur. Ο επιδειξίας, αυτός που μοστράρει κάποια ιδιότητά του (μπράτσα) ή κάποιο απόκτημά του (αυτοκίνητο, mp3-player) για να προκαλέσει το θαυμασμό, τη ζήλια των άλλων. Λέγεται και ποζέρι, πόζερος.

- Κοίτα αυτόν πόση την έχει!
- Τι να δω... την κάλτσα που έχει βάλει στο βρακί του για να φουσκώνει; Ο ποζεράς...

(από Khan, 16/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατικός οπαδός Europe, Celtic Frost ή άλλων Γερμανών 80's συγκροτημάτων. Απαραίτητα αξεσουάρ: Virago, μπότες, σπιρούνια, καναρινί σακάκι διπλωμένο στα μανίκια, τρίχα, σταυρός σκουλαρίκι, δερμάτινο κολάν παντελόνι, ford fiesta με αυτοκόλλητο «Bon Jovi Rulz», αφάνα περμανάντ με αφέλειες, κιθάρα με πλήκτρα και αυτοκόλλητο «I Waste Girls by Pleasure» και περιοδικό Playboy που κολλάνε οι σελίδες.

- Το είδες το ποζέρι;
- Μαλάκας;

Πάρτο αλλιώς. (από Galadriel, 12/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει hard rock δεκαετίας '80 ή αλλιώς poseur rock. Έχει πλούσια χαίτη, φοράει δερμάτινα και μπότες χειμώνα καλοκαίρι.

- Γίνεται κάτι και μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί ποζεράδες;
- Έχουν συναυλία οι Whitesnake!

Βλέπε και ποζεριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified