Έκφραση που εδραιώθηκε μετά την παρωδία / ντουμπλάρισμα και τη διάδοση μέσω internet διαφήμισης απορρυπαντικού, circa 2006/7.

Εκδηλώνει συμφωνία, επιβεβαίωση, συνήθως μετά απογοήτευσης. Προφέρεται πάντα με μπάσα φωνή.

-Πάει, χάλασε κι αυτό το πληκτρολόγιο...
-Ναι το γαμημένο!

Το βίντεο πού \'χε ανεβάσει ο νταής. (από vikar, 29/09/10)

Δες και γαμημένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόμισθος, αργόστροφος, ή γενικότερα, αργός άνθρωπος.

Απ' το επάγγελμα του καστανά της Πανεπιστημίου που 8+ ώρες την ημέρα κάθεται στον κώλο του και ψήνει 5 κάστανα. Κάθε 24 λεπτά τα γυρνάει κιόλας μην αρπάξουν απ' τη μία.

(14:19) -Πιάσε γρήγορα μια τυρόπιτα γιατί βλέπω το λεωφορείο μου να έρχεται!
...
(14:26) -Έτοιμος!
(14:26) -Άντε ρε καστανά 10 ώρες να μου βάλεις μια τυρόπιτα σε μια χαρτοπετσέτα! Το 'χασα το λεωφορείο! Φα' τη μόνος σου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Coolέζικος όρος που χρησιμοποιείται όταν προτείνουμε σε κάποιον να χαλαρώσει, να μην πάρει κάτι βαριά, να ηρεμήσει.

Εκ του αγγλικού take it easy.

-Μαλάκα μου, αυτό ήταν! Της την πέφτει μπροστά μου, θα τον γαμήσω!
-Τεκερίζι δικέ μου, κάτι για το διαγώνισμα της φυσικής τη ρωτάει!

Got a better definition? Add it!

Published

Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.

Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.

- Με άρχισε σε κάτι «τσιλ» και «σταφ» και «τσεκερά» και κάτι τέτοιες coolέζικες αηδίες και τον έστειλα από 'κει που 'ρθε, τον σάχλα!

Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση της φράσης σε παρακαλώ, όταν λέγεται πολλές φορές και γρήγορα, με σκοπό περισσότερο να σπάσει τ' αρχίδια του αποδέκτη, να τον κάνει να λυγίσει και να τον αναγκάσει, παρά να τον παρακαλέσει.

-Μπαμπά, θα με πάς στο Αλλού Φαν Παρκ;
-Το πάρκο εκεί θα είναι και την άλλη βδομάδα...
-Έτσι είχες πει και την προηγούμενη!
-Θα δούμε...
-Έλα ρε μπαμπά, όλο αυτό λες!
-Άσε με ρε παιδί μου να διαβάσω την εφημερίδα μου μια Κυριακή κι εγώ!
-Έλα ρε μπαμπά! Σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ...
-ΕΝΤΑΞΕΙ! @#$%^&*
-Γιούχουυυ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.

*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.

-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές οι σημασίες και οι χροιές ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο.

  • Ο ορατός: κοίτα ένα μαλάκα
  • Ο τεφάλ: ξεκόλλα ρε μαλάκα
  • Ο σταθερός: έμεινε μαλάκας
  • Ο αδιόρθωτος: ε τον μαλάκα
  • Ο επώνυμος: έλα ρε Μαλάκα
  • Ο νυχτωμένος: ξύπνα μαλάκα
  • Ο χαμένος: που 'σαι ρε μαλάκα;
  • Ο φευγάτος: την έκανε ο μαλάκας
  • Ο βαθμοφόρος: α, τον αρχιμαλάκα
  • Ο αμφίβολος: καλά μαλάκας είσαι;
  • Ο διττός: και πούστης και μαλάκας
  • Ο ευρεσιτέχνης: μαλάκας με πατέντα
  • Ο εμετικός: τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
  • Ο καλοδεχούμενος: καλώς το μαλάκα
  • Ο εξακριβωμένος: είναι τελικά μαλάκας
  • Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
  • Ο εκνευριστικός: άει γαμήσου ρε μαλάκα
  • Ο ανεκδιήγητος: μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
  • Ο αργοκίνητος: άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
  • Ο φαφλατάς: μιλάμε για πολύ χοντρομαλάκα
  • Ο επαναλαμβανόμενος: την είπε πάλι ο μαλάκας
  • Ο σεξιστής: μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
  • Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
  • Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
  • Ο προβλέψιμος: Μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει
  • Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
  • Ο άξιος: Μπράβο μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.

- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τζακούζι, δηλαδή η μπανιέρα που παράγει μπουρμπουλήθρες με σκοπό τη χαλάρωση.

- Σόρυ που άργησα ρε φίλε, με πήρε ο ύπνος. Άαααααλλη φάση η κλασομπανιέρα, χαλαρώνεις πλήρως! Καλά που δεν πνίγηκα να λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified