Όταν από τη λαιμαργία μου προσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει και το βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κρατάω το στόμα μου ανοιχτό και να φυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουργήσω ρεύματα αέρος που θα ψύξουν την άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναρθρους ήχους, οι πιο ηλίθιοι δε, κουνούν την παλάμη τους μπροστά απ' το στόμα, λες κι αυτό βοηθάει.

Μέσα απ'το τηγάνι ρε τά'τρωγε ο λαίμαργος. Άρχισε να φυσοτρώει μέχρι που αηδιάσαμε και φύγαμε...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified