Αυτός που βλέπεται, αυτός με τον οποίο θα μπορούσες να κάνεις κάτι. Στα αγγλικά, το αντίστοιχο fuckable.
Συζήτηση μεταξύ χαζογκόμενων: - Ο γκόμενος της Μαρίας πώς σου φαίνεται; - Ε, νταξει. Βλεπίσιμος, άλλα δεν ψοφάω κιόλας.
Got a better definition? Add it!
Published 2010-01-12 17:48:00+00:00 Last modified 2010-01-14 13:35:42+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.