Αυτός που γαμάει μπάζα. Δεν φταίει όμως η προσωπική του μπαζοσύνη, αλλά το κόμπλεξ κατωτερότητας που τον διακατέχει και τον ωθεί στο να επιβεβαιώνεται από άτομα λιγότερο βλεπίσιμα.

Θηλ.: μπαζογαμιόλα.

Από τότε που τον παράτησε η Μαρία, του βγήκαν όλα τα κόμπλεξ στη φόρα και έγινε ο χειρότερος μπαζογαμιάς του αιώνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βλέπεται, αυτός με τον οποίο θα μπορούσες να κάνεις κάτι. Στα αγγλικά, το αντίστοιχο fuckable.

Συζήτηση μεταξύ χαζογκόμενων:
- Ο γκόμενος της Μαρίας πώς σου φαίνεται;
- Ε, νταξει. Βλεπίσιμος, άλλα δεν ψοφάω κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασχήμια, σαβουροκατάσταση, δεν βλέπομαι, έχω τα μαύρα μου τα χάλια.

Η μπαζοσύνη του δεν έχει όρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκαλώ εκνευρισμό και σύγχυση.

- Μου χρωστάς 5 ευρώ!
- Τι λες ρε μαλάκα;
- Να σου πω... Μη με τετοιώνεις τώρα... Τα θέλω μέχρι αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified