Μονιμάς του στρατού ή αλλου χώρου ανδροπρεπούς φημης, συνηθως υπαξιωματικός ή άλλος χαμηλόβαθμος, με εμφάνιση και φωνή που παραπέμπει σε μη ομολογημένες αλλά έντονες και φανερές ροπές προς το ίδιο φύλο, και ο οποίος, ταυτόχρονα, είναι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος ή απλώς έχει γκόμενα.

Στο επισκεπτήριο των νέων, κοιτάζει με το ίδιο λάγνο ενδιαφέρον τόσο τον νέωπα, όσο και τη γκόμενα που ήρθε να τον δει και του κωλοτρίβεται στη ζούλα.

- Γιάννηηη, να σου πωωωωω (με μάσημα τσίχλας), είδες πώς με κοίταγε συνέχεια εκείνος ο αξιωματικός όταν είχα έρθει να σε δω στο επισκεπτήριο. Εκείνος μωρέεε, που χαμογελούσε συνέχεια όταν σου μίλαγεεε...
- Ποιος μωρέ; Εκείνος ο ξελιγωμένος ο αμφιλοχίας; Ρε, δεν τον είδες τσαχπινιές; Πιο πολύ γούσταρε εμένα παρά εσένα αυτός ρε, αμφιλοχίας με βούλα σου λέω. Τζάμπα κάνεις χαρές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified