Παραφθορά του αγγλικού linesman = στο ποδόσφαιρο, ο επόπτης γραμμών ή, με την τρέχουσα ορολογία, ο βοηθός διαιτητής.

Εξ ορισμού, η δουλειά του λάιτσμαν είναι δουλειά βοηθητική. Σε πολλές φάσεις δεν έχει λόγο, σ' αυτές που έχει πολλές είναι επουσιώδεις, π.χ. τα πλάγια άουτ, κάποιες είναι σημαντικές, π.χ. τα οφσάιντ, σε κάθε περίπτωση, όμως, ο διαιτητής έχει πάντα τον πρώτο λόγο και, σε περίπτωση διαφωνίας, ο λάιτσμαν σχεδόν πάντα το βουλώνει.

Ωσεκτουτού, εκτός γηπέδων η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ως ήπια ειρωνεία, ή και αυτοσαρκασμός, και αναφέρεται σε κάποιον που έχει ρόλο περιθωριακό, που μονίμως έρχεται δεύτερος. Συμμετέχει στα δρώμενα σαφώς περισσότερο από τον εξωφυλαρούχα και το κοντάρι και είναι και κάτι παραπάνω από απλός κομπάρσος αλλά θεωρείται δεδομένο ότι σε πείρα ή/και ικανότητες ή/και επιδόσεις υστερεί και, συνεπώς, η γνώμη του και η παρουσία του μετράνε λιγότερο.

Λέξη παρώ πλέον, μάλλον μπαμπαδισμός.

  1. - Ο Θέμης είπε ότι μπορεί να φταίει το τροφοδοτικό...
    - Άσε ρε, τι να μας πει κι ο λάιτσμαν... είχανε και στο χωριό του τέτοια εργαλεία...

  2. - Καλά ρε, τι ήπιατε πάλι χτες; Ντίρλα ήρθε ο άλλος...
    - Νταξ, πώς κάνεις έτσι, ούτε ένα τελωνείο δεν ήπιε...
    - Εσύ;
    - Ε, εγώ τι; Δυο πέρδικες ήπια. Αφού με ξέρεις εμένα, μια ζωή λάιτσμαν...

Τις εποπτεύει τις γραμμές (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επόπτης ποδοσφαιρικού αγώνος.

- Σφύρα το ρε κοράκι!!
- Ρε πουλημένε λάισμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified